- γύφτικα
- τα табор; цыганский квартал, район;
§ κάτι τρέχει στα γύφτικα — подумаешь!, чепуха какая!;
αυτά τα λένε στα γύφτικα ирон. — расскажи это своей бабушке
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ κάτι τρέχει στα γύφτικα — подумаешь!, чепуха какая!;
αυτά τα λένε στα γύφτικα ирон. — расскажи это своей бабушке
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γύφτικος — η, ο 1. ο σχετικός με τον γύφτο 2. βρόμικος, ακατάστατος 3. μικροπρεπής, τσιγγούνης 4. το ουδ. ως ουσ. το γύφτικο σιδηρουργείο 5. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα γύφτικα α) συνοικία τών γύφτων β) περιοχή τών σιδηρουργείων 6. φρ. α) «αυτά τα λένε στα… … Dictionary of Greek
Agia Aikaterini, Patras — Gyftika Agia Aikaterini or Giftika Agia Ekaterini (Greek: Αγία Αικατερίνη meaning Saint Catherine, Γύφτικα) is a neighbourhood in the eastcentral part of the city of Patras, located 2 km from the downtown core.The origin of the name comes from… … Wikipedia
τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… … Dictionary of Greek
Λαζόπουλος, Λάκης — (Λάρισα 1955 –). Θεατρικός συγγραφέας, ηθοποιός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Σπούδασε νομικά στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, όπου ανέβασε και τις πρώτες του θεατρικές παραστάσεις με τη… … Dictionary of Greek
γύφτικος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που ανήκει σε γύφτους. 2. μτφ., βρόμικος. 3. μτφ., τσιγκούνης. 4. φρ., «Κάτι τρέχει στα γύφτικα», για γεγονός χωρίς σημασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)